- ἐκτεκταίνομαι
- ἐκτεκταίνομαι, [tense] aor. I ἐξετεκτηνάμην,A construct,
τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων Hp.Art.47
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς φλιὰς τῶν ὀνίσκων Hp.Art.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτεκταίνομαι — ἐκτεκταίνομαι (Α) οικοδομῶ … Dictionary of Greek